- εξώτερος
- -η, -οεπίρρ. -α (συγκρ. από το επίρρ. έξω)1. που είναι πιο έξω, που βρίσκεται περισσότερο προς τα έξω, ο πιο έξω.2. εξωτικός.3. το αρσ. ως ουσ., εξώτερος ο διάβολος, ο σατανάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.